ξεριζώνομαι

ξεριζώνομαι
ξεριζώνομαι, ξεριζώθηκα, ξεριζωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… …   Dictionary of Greek

  • εκφατνίζω — ἐκφατνίζω (AM) μσν. μέσ. (για δόντι) βγαίνω από το φάτνωμά μου, ξεριζώνομαι, πέφτω αρχ. 1. ρίχνω έξω από τη φάτνη, απορρίπτω 2. μέσ. τρώω έξω από τη φάτνη …   Dictionary of Greek

  • εξαμιλλώμαι — ἐξαμιλλῶμαι, άομαι (Α) [αμιλλώμαι] 1. αγωνίζομαι με δύναμη («ὧ τὰς τεθρίππους Οἰνομάῳ Πῑσαν κάτα Πέλοψ ἁμίλλας ἐξαμιλληθεὶς ποτε», Ευρ.) 2. καταδιώκω, διώχνω («τίνες πολιτῶν ἐξαμιλλῶνταί σε γῆς;», Ευρ.) 3. αφαιρώ τον νου, το λογικό, τρελαίνω… …   Dictionary of Greek

  • ξανασπάζω — και ξανασπάω (Μ ξανασπάζω) νεοελλ. σπάζω πάλι μσν. ξεριζώνομαι …   Dictionary of Greek

  • συνεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως 2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον 3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον 4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.) 5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • συνεκριζούμαι — όομαι, Α ξεριζώνομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκριζῶ «ξεριζώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”